Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
παράπηχυ
View word page
παραπέτασμα
that which is spread before

ShortDef

that which is spread before

Debugging

Headword:
παραπέτασμα
Headword (normalized):
παραπέτασμα
Headword (normalized/stripped):
παραπετασμα
IDX:
66012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66013
Key:

Data

{'content': 'that which is spread before'}