Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
παραπήχιον
View word page
παραπετάννυμαι
to be hung before

ShortDef

to be hung before

Debugging

Headword:
παραπετάννυμαι
Headword (normalized):
παραπετάννυμαι
Headword (normalized/stripped):
παραπεταννυμαι
IDX:
66011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66012
Key:

Data

{'content': 'to be hung before'}