Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
παραπήγνυμι
παραπηδάω
παραπηκτέον
παραπηλωτός
παραπηρόομαι
View word page
παραπέταλος
covered with leaves

ShortDef

covered with leaves

Debugging

Headword:
παραπέταλος
Headword (normalized):
παραπέταλος
Headword (normalized/stripped):
παραπεταλος
IDX:
66010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66011
Key:

Data

{'content': 'covered with leaves'}