Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
παράπηγμα
View word page
παράπεμψις
escorting, conveyance

ShortDef

escorting, conveyance

Debugging

Headword:
παράπεμψις
Headword (normalized):
παράπεμψις
Headword (normalized/stripped):
παραπεμψις
IDX:
66005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66006
Key:

Data

{'content': 'escorting, conveyance'}