Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
παραπέτομαι
παραπεφυλαγμένως
View word page
παραπέμπω
to send past, convey past
ShortDef
to send past, convey past
Debugging
Headword:
παραπέμπω
Headword (normalized):
παραπέμπω
Headword (normalized/stripped):
παραπεμπω
IDX:
66004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66005
Key:
Data
{'content': 'to send past, convey past'}