Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
παραπέτασμα
View word page
παραπελεκάομαι
to be hewn at the side with an axe

ShortDef

to be hewn at the side with an axe

Debugging

Headword:
παραπελεκάομαι
Headword (normalized):
παραπελεκάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπελεκαομαι
IDX:
66002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66003
Key:

Data

{'content': 'to be hewn at the side with an axe'}