Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
παραπέρνημι
παραπέσσια
παραπέταλος
παραπετάννυμαι
View word page
παραπειστικός
able to persuade

ShortDef

able to persuade

Debugging

Headword:
παραπειστικός
Headword (normalized):
παραπειστικός
Headword (normalized/stripped):
παραπειστικος
IDX:
66001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66002
Key:

Data

{'content': 'able to persuade'}