Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀγορά
ἀγορά
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
View word page
ἀγοράομαι
to meet in assembly, sit in debate

ShortDef

to meet in assembly, sit in debate

Debugging

Headword:
ἀγοράομαι
Headword (normalized):
ἀγοράομαι
Headword (normalized/stripped):
αγοραομαι
IDX:
659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-660
Key:

Data

{'content': 'to meet in assembly, sit in debate'}