Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
παραπεριπατέω
View word page
παραπείθω
to persuade gradually, win over, beguile

ShortDef

to persuade gradually, win over, beguile

Debugging

Headword:
παραπείθω
Headword (normalized):
παραπείθω
Headword (normalized/stripped):
παραπειθω
IDX:
65997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65998
Key:

Data

{'content': 'to persuade gradually, win over, beguile'}