Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
παραπελεκάομαι
παραπεμπτέος
παραπέμπω
παράπεμψις
παραπεπλεγμένως
View word page
παραπαφίσκω
to mislead, beguile

ShortDef

to mislead, beguile

Debugging

Headword:
παραπαφίσκω
Headword (normalized):
παραπαφίσκω
Headword (normalized/stripped):
παραπαφισκω
IDX:
65996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65997
Key:

Data

{'content': 'to mislead, beguile'}