Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
παραπειστέον
παραπειστικός
View word page
παραπάλλομαι
to bound beside

ShortDef

to bound beside

Debugging

Headword:
παραπάλλομαι
Headword (normalized):
παραπάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
παραπαλλομαι
IDX:
65991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65992
Key:

Data

{'content': 'to bound beside'}