Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράξυσμα
παραξύω
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
παραπειράομαι
παράπεισις
View word page
παράπαιστος
demented

ShortDef

demented

Debugging

Headword:
παράπαιστος
Headword (normalized):
παράπαιστος
Headword (normalized/stripped):
παραπαιστος
IDX:
65989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65990
Key:

Data

{'content': 'demented'}