Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάσχεσις
ἀνασχετικός
ἀνασχετός
ἀνασχίζω
ἀνασχινδυλεύω
ἀνάσχισις
ἀνασῴζω
ἀνασωρεύω
ἀνάσωσμα
ἀνασωφρονίζω
ἀνατάκται
ἀνάταξις
ἀναταράσσω
ἀνάτασις
ἀνατάσσω
ἀνατατικός
ἀνατεί
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
View word page
ἀνατάκται
assessors
ShortDef
assessors
Debugging
Headword:
ἀνατάκται
Headword (normalized):
ἀνατάκται
Headword (normalized/stripped):
ανατακται
IDX:
6598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6599
Key:
Data
{'content': 'assessors'}