Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
παραπατάω
παραπαφίσκω
παραπείθω
View word page
παραπαιόντως
in a foolish way

ShortDef

in a foolish way

Debugging

Headword:
παραπαιόντως
Headword (normalized):
παραπαιόντως
Headword (normalized/stripped):
παραπαιοντως
IDX:
65987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65988
Key:

Data

{'content': 'in a foolish way'}