Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
παράπαν
παραπάσσω
παράπαστον
View word page
παραπαιδαγωγέω
to help to train: to reform gradually
ShortDef
to help to train: to reform gradually
Debugging
Headword:
παραπαιδαγωγέω
Headword (normalized):
παραπαιδαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
παραπαιδαγωγεω
IDX:
65984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65985
Key:
Data
{'content': 'to help to train: to reform gradually'}