Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
παραπάλλομαι
View word page
παράπαγος
upper bolt of a door

ShortDef

upper bolt of a door

Debugging

Headword:
παράπαγος
Headword (normalized):
παράπαγος
Headword (normalized/stripped):
παραπαγος
IDX:
65981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65982
Key:

Data

{'content': 'upper bolt of a door'}