Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
παράπαισμα
παράπαιστος
παραπαίω
View word page
παραξύω
graze the edge of
ShortDef
graze the edge of
Debugging
Headword:
παραξύω
Headword (normalized):
παραξύω
Headword (normalized/stripped):
παραξυω
IDX:
65980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65981
Key:
Data
{'content': 'graze the edge of'}