Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
παραπαιδαγώγησις
παραπαίζω
παραπαιόντως
View word page
παραξονίτης
linchpin
ShortDef
linchpin
Debugging
Headword:
παραξονίτης
Headword (normalized):
παραξονίτης
Headword (normalized/stripped):
παραξονιτης
IDX:
65977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65978
Key:
Data
{'content': 'linchpin'}