Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
παράπαγος
παράπαιγμα
παραπαίγνιον
παραπαιδαγωγέω
View word page
παραξιφίς
a knife worn beside the sword, a dirk
ShortDef
a knife worn beside the sword, a dirk
Debugging
Headword:
παραξιφίς
Headword (normalized):
παραξιφίς
Headword (normalized/stripped):
παραξιφις
IDX:
65974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65975
Key:
Data
{'content': 'a knife worn beside the sword, a dirk'}