Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
παραξύω
View word page
παραξέω
to graze
ShortDef
to graze
Debugging
Headword:
παραξέω
Headword (normalized):
παραξέω
Headword (normalized/stripped):
παραξεω
IDX:
65970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65971
Key:
Data
{'content': 'to graze'}