Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
παράξυσμα
View word page
παράξενος
half-foreign, counterfeit
ShortDef
half-foreign, counterfeit
Debugging
Headword:
παράξενος
Headword (normalized):
παράξενος
Headword (normalized/stripped):
παραξενος
IDX:
65969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65970
Key:
Data
{'content': 'half-foreign, counterfeit'}