Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
παραξονίτης
παραξυράω
View word page
παρανύσσω
prick on

ShortDef

prick on

Debugging

Headword:
παρανύσσω
Headword (normalized):
παρανύσσω
Headword (normalized/stripped):
παρανυσσω
IDX:
65968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65969
Key:

Data

{'content': 'prick on'}