Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
παράξιος
παραξιφίς
παραξοή
παραξόνιος
View word page
παρανυμφεύω
act as παράνυμφος

ShortDef

act as παράνυμφος

Debugging

Headword:
παρανυμφεύω
Headword (normalized):
παρανυμφεύω
Headword (normalized/stripped):
παρανυμφευω
IDX:
65966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65967
Key:

Data

{'content': 'act as παράνυμφος'}