Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρανοητέον
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
παράξηρος
View word page
παρανοσφίζομαι
appropriate by stealth

ShortDef

appropriate by stealth

Debugging

Headword:
παρανοσφίζομαι
Headword (normalized):
παρανοσφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
παρανοσφιζομαι
IDX:
65962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65963
Key:

Data

{'content': 'appropriate by stealth'}