Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρανοέω
παρανοητέον
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
παραξηραίνω
View word page
παράνοος
demented

ShortDef

demented

Debugging

Headword:
παράνοος
Headword (normalized):
παράνοος
Headword (normalized/stripped):
παρανοος
IDX:
65961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65962
Key:

Data

{'content': 'demented'}