Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρανίσχω
παρανοέω
παρανοητέον
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
παράνυμφος
παρανύσσω
παράξενος
παραξέω
View word page
παράνομος
acting contrary to law, lawless
ShortDef
acting contrary to law, lawless
Debugging
Headword:
παράνομος
Headword (normalized):
παράνομος
Headword (normalized/stripped):
παρανομος
IDX:
65960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65961
Key:
Data
{'content': 'acting contrary to law, lawless'}