Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρανίημι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παρανοητέον
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
παρανυμφεύω
View word page
παρανόμημα
an illegal act, transgression
ShortDef
an illegal act, transgression
Debugging
Headword:
παρανόμημα
Headword (normalized):
παρανόμημα
Headword (normalized/stripped):
παρανομημα
IDX:
65956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65957
Key:
Data
{'content': 'an illegal act, transgression'}