Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρανθέω
παρανίημι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παρανοητέον
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
παρανοσφίζομαι
πάραντα
παραντίχειρ
παρανυκτερεύω
View word page
παρανομέω
to transgress the law, act unlawfully
ShortDef
to transgress the law, act unlawfully
Debugging
Headword:
παρανομέω
Headword (normalized):
παρανομέω
Headword (normalized/stripped):
παρανομεω
IDX:
65955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65956
Key:
Data
{'content': 'to transgress the law, act unlawfully'}