Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρανηέω
παρανηνέω
παρανήτη
παρανήχομαι
παρανθέω
παρανίημι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παρανοητέον
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
παρανομία
παράνομος
παράνοος
View word page
παρανοέω
to think amiss, to be deranged, lose one's wits

ShortDef

to think amiss, to be deranged, lose one's wits

Debugging

Headword:
παρανοέω
Headword (normalized):
παρανοέω
Headword (normalized/stripped):
παρανοεω
IDX:
65951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65952
Key:

Data

{'content': "to think amiss, to be deranged, lose one's wits"}