Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρανευρίζομαι
παρανεύω
παρανέω
παρανηέω
παρανηνέω
παρανήτη
παρανήχομαι
παρανθέω
παρανίημι
παρανικάω
παρανίσσομαι
παρανίστημι
παρανίσχω
παρανοέω
παρανοητέον
παράνοια
παρανοίγνυμι
παρανομέω
παρανόμημα
παρανόμησις
παρανομητικός
View word page
παρανίσσομαι
to go past
ShortDef
to go past
Debugging
Headword:
παρανίσσομαι
Headword (normalized):
παρανίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
παρανισσομαι
IDX:
65948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65949
Key:
Data
{'content': 'to go past'}