Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
παραναθλίβω
παραναιετάω
παραναίω
παρανακλίνω
παρανακύπτω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παραναπαύομαι
παραναπείθω
παραναπίπτω
παρανατείνω
παρανατέλλω
παρανατολή
παραναφωνέω
παρανδρόομαι
παρανέμω
View word page
παραναλίσκω
to spend amiss, to waste, squander
ShortDef
to spend amiss, to waste, squander
Debugging
Headword:
παραναλίσκω
Headword (normalized):
παραναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
παραναλισκω
IDX:
65926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65927
Key:
Data
{'content': 'to spend amiss, to waste, squander'}