Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
παραναθλίβω
παραναιετάω
παραναίω
παρανακλίνω
παρανακύπτω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
παραναπαύομαι
παραναπείθω
παραναπίπτω
παρανατείνω
παρανατέλλω
View word page
παραναιετάω
to dwell near
ShortDef
to dwell near
Debugging
Headword:
παραναιετάω
Headword (normalized):
παραναιετάω
Headword (normalized/stripped):
παραναιεταω
IDX:
65922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65923
Key:
Data
{'content': 'to dwell near'}