Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
παραναθλίβω
παραναιετάω
παραναίω
παρανακλίνω
παρανακύπτω
παραναλίσκω
παρανάλωμα
View word page
παραναγκάζω
accomplish
ShortDef
accomplish
Debugging
Headword:
παραναγκάζω
Headword (normalized):
παραναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
παραναγκαζω
IDX:
65917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65918
Key:
Data
{'content': 'accomplish'}