Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
παραναθλίβω
παραναιετάω
παραναίω
View word page
παράμωρος
almost foolish

ShortDef

almost foolish

Debugging

Headword:
παράμωρος
Headword (normalized):
παράμωρος
Headword (normalized/stripped):
παραμωρος
IDX:
65913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65914
Key:

Data

{'content': 'almost foolish'}