Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
παραναδύομαι
View word page
παραμύσσω
scarify
ShortDef
scarify
Debugging
Headword:
παραμύσσω
Headword (normalized):
παραμύσσω
Headword (normalized/stripped):
παραμυσσω
IDX:
65910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65911
Key:
Data
{'content': 'scarify'}