Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
παραναγιγνώσκω
παραναγκάζω
παρανάγνωσις
παρανάγω
View word page
παραμυκάομαι
to bellow beside

ShortDef

to bellow beside

Debugging

Headword:
παραμυκάομαι
Headword (normalized):
παραμυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμυκαομαι
IDX:
65909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65910
Key:

Data

{'content': 'to bellow beside'}