Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
παραναβλαστάνω
View word page
παραμυθητός
consolable
ShortDef
consolable
Debugging
Headword:
παραμυθητός
Headword (normalized):
παραμυθητός
Headword (normalized/stripped):
παραμυθητος
IDX:
65905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65906
Key:
Data
{'content': 'consolable'}