Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
παράμωρος
παραναβαίνω
View word page
παραμυθητικός
consolatory
ShortDef
consolatory
Debugging
Headword:
παραμυθητικός
Headword (normalized):
παραμυθητικός
Headword (normalized/stripped):
παραμυθητικος
IDX:
65904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65905
Key:
Data
{'content': 'consolatory'}