Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
παράμωρος
View word page
παραμυθητής
consoler

ShortDef

consoler

Debugging

Headword:
παραμυθητής
Headword (normalized):
παραμυθητής
Headword (normalized/stripped):
παραμυθητης
IDX:
65903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65904
Key:

Data

{'content': 'consoler'}