Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
παραμφόδισις
View word page
παραμυθητέον
one must gently talk to

ShortDef

one must gently talk to

Debugging

Headword:
παραμυθητέον
Headword (normalized):
παραμυθητέον
Headword (normalized/stripped):
παραμυθητεον
IDX:
65902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65903
Key:

Data

{'content': 'one must gently talk to'}