Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
παραμφοδέω
View word page
παραμύθημα
consolation
ShortDef
consolation
Debugging
Headword:
παραμύθημα
Headword (normalized):
παραμύθημα
Headword (normalized/stripped):
παραμυθημα
IDX:
65901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65902
Key:
Data
{'content': 'consolation'}