Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
παραμύθιον
παραμυκάομαι
παραμύσσω
View word page
παραμυθέομαι
to encourage

ShortDef

to encourage

Debugging

Headword:
παραμυθέομαι
Headword (normalized):
παραμυθέομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμυθεομαι
IDX:
65900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65901
Key:

Data

{'content': 'to encourage'}