Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
παραμυθία
παραμυθιακός
View word page
παραμπέχω
to wrap

ShortDef

to wrap

Debugging

Headword:
παραμπέχω
Headword (normalized):
παραμπέχω
Headword (normalized/stripped):
παραμπεχω
IDX:
65897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65898
Key:

Data

{'content': 'to wrap'}