Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
παραμυθητής
παραμυθητικός
παραμυθητός
View word page
παράμονος
constant, steadfast

ShortDef

constant, steadfast

Debugging

Headword:
παράμονος
Headword (normalized):
παράμονος
Headword (normalized/stripped):
παραμονος
IDX:
65895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65896
Key:

Data

{'content': 'constant, steadfast'}