Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
παραμυθητέον
View word page
παραμονάριος
watchman
ShortDef
watchman
Debugging
Headword:
παραμονάριος
Headword (normalized):
παραμονάριος
Headword (normalized/stripped):
παραμοναριος
IDX:
65892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65893
Key:
Data
{'content': 'watchman'}