Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
παραμπύκια
παραμπυκίζω
παραμυθέομαι
παραμύθημα
View word page
πάραμμα
thong

ShortDef

thong

Debugging

Headword:
πάραμμα
Headword (normalized):
πάραμμα
Headword (normalized/stripped):
παραμμα
IDX:
65891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65892
Key:

Data

{'content': 'thong'}