Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
παραμόνιμος
παράμονος
παράμουσος
παραμπέχω
View word page
παραμίμνω
to abide, tarry

ShortDef

to abide, tarry

Debugging

Headword:
παραμίμνω
Headword (normalized):
παραμίμνω
Headword (normalized/stripped):
παραμιμνω
IDX:
65887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65888
Key:

Data

{'content': 'to abide, tarry'}