Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
παραμονή
View word page
παραμιλλάομαι
outvie, outdo

ShortDef

outvie, outdo

Debugging

Headword:
παραμιλλάομαι
Headword (normalized):
παραμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμιλλαομαι
IDX:
65883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65884
Key:

Data

{'content': 'outvie, outdo'}