Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
παραμονάριος
View word page
παραμικτέον
one must mix

ShortDef

one must mix

Debugging

Headword:
παραμικτέον
Headword (normalized):
παραμικτέον
Headword (normalized/stripped):
παραμικτεον
IDX:
65882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65883
Key:

Data

{'content': 'one must mix'}