Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
παραμιξολυδιάζω
παραμισθόομαι
πάραμμα
View word page
παραμηχανάομαι
devise wickedly

ShortDef

devise wickedly

Debugging

Headword:
παραμηχανάομαι
Headword (normalized):
παραμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμηχαναομαι
IDX:
65881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65882
Key:

Data

{'content': 'devise wickedly'}